- τσαμπουνώ
- τσαμπουνάω αμετ.1) дудеть; 2) хныкать; 3) болтать; 4) играть на волынке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσαμπουνώ — και τσαμπουνάω τσαμπούνησα 1. αμτβ., παίζω τσαμπούνα (βλ. λ.). 2. μτφ., κλαψουρίζω, μυξοκλαίω: Τσαμπουνάνε και τα δυο και μου πήρανε τ αυτιά. 3. φλυαρώ, λέω ανοησίες: Τι τσαμπουνάς τόση ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπουνώ — Ν 1. παίζω την τσαμπούνα 2. μτφ. α) κλαψουρίζω β) μωρολογώ, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τσαμπουνίζω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω)] … Dictionary of Greek
τσαμπουνίζω — Ν [τσαμπούνα] τσαμπουνώ … Dictionary of Greek
τσαμπούνημα — το, Ν [τσαμπουνώ] 1. το παίξιμο τής τσαμπούνας 2. μτφ. α) κλαψούρισμα β) μωρολογία, φλυαρία … Dictionary of Greek
τσαμπουνάω — βλ. τσαμπουνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπουνίζω — τσαμπούνισα, τσαμπουνώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)